φαρμάκωμα

φαρμάκωμα
το, Ν [φαρμακώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φαρμακώνω, δηλητηρίαση
2. μτφ. ψυχική πικρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρμάκωμα — το, ατος η δηλητηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμάκεμα — το, Ν [φαρμακεύω] φαρμάκωμα, δηλητηρίαση …   Dictionary of Greek

  • φαρμάκευμα — εύματος, τὸ, Μ [φαρμακεύω] δηλητηρίαση, φαρμάκωμα …   Dictionary of Greek

  • ψιάκωμα — και ψάκωμα, το, Ν [ψιακώνω] δηλητηρίαση, φαρμάκωμα …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”